νωδά

νωδά
Τάξη θηλαστικών χωρίς ή με ατελή οδοντοφυΐα (νωδός= αυτός που δεν έχει δόντια). Τα ζώα αυτά, ποικίλου σχήματος και διάστασης, είναι χαρακτηριστικά της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής (μόνο ένα είδος ζει στη Βόρεια Αμερική). Τα ν. είναι όλα πελματοβάμονα κι έχουν τα δάχτυλα εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια. Τα είδη που δεν στερούνται οδοντοφυΐας έχουν μόνο γομφίους και προγομφίους ή κάτι σαν σμάλτο που μεγαλώνει συνεχώς. Τα ν. διαιρούνται σε δύο υποτάξεις, τα τριχωτά ξέναρθρα και τα ζωνοφόρα ξέναρθρα. Η πρώτη περιλαμβάνει τις οικογένειες των Μυρμηκοφαγιδών και των Βραδυποδιδών, ενώ η δεύτερη την οικογένεια Δασυποδιδών, που είναι γνωστοί κυρίως ως αρμαδίλλοι. Σύμφωνα με παλιές ταξινομήσεις, που σήμερα έχουν περιπέσει σε αχρηστία, στα ν. ανήκαν και τα φολιδωτά (τα οποία περιλάμβαναν μόνο τους παγκολίνους) και τα σωληνόδοντα, ενώ αντιπροσωπεύονταν και από το μοναδικό είδος ορυκτερόπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νωδά — νωδός ν(e) neut nom/voc/acc pl νωδά̱ , νωδός ν(e) fem nom/voc/acc dual νωδά̱ , νωδός ν(e) fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωδάς — νωδά̱ς , νωδός ν(e) fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • νωδός — ή, ό (Α νωδός, ή, όν) αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδά τάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειες αρχ. μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • οστρακόδερμος — η, ο (Α ὀστρακόδερμος, ον) αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων τού παλαιοζωικού αιώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”