- νωδά
- Τάξη θηλαστικών χωρίς ή με ατελή οδοντοφυΐα (νωδός= αυτός που δεν έχει δόντια). Τα ζώα αυτά, ποικίλου σχήματος και διάστασης, είναι χαρακτηριστικά της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής (μόνο ένα είδος ζει στη Βόρεια Αμερική). Τα ν. είναι όλα πελματοβάμονα κι έχουν τα δάχτυλα εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια. Τα είδη που δεν στερούνται οδοντοφυΐας έχουν μόνο γομφίους και προγομφίους ή κάτι σαν σμάλτο που μεγαλώνει συνεχώς. Τα ν. διαιρούνται σε δύο υποτάξεις, τα τριχωτά ξέναρθρα και τα ζωνοφόρα ξέναρθρα. Η πρώτη περιλαμβάνει τις οικογένειες των Μυρμηκοφαγιδών και των Βραδυποδιδών, ενώ η δεύτερη την οικογένεια Δασυποδιδών, που είναι γνωστοί κυρίως ως αρμαδίλλοι. Σύμφωνα με παλιές ταξινομήσεις, που σήμερα έχουν περιπέσει σε αχρηστία, στα ν. ανήκαν και τα φολιδωτά (τα οποία περιλάμβαναν μόνο τους παγκολίνους) και τα σωληνόδοντα, ενώ αντιπροσωπεύονταν και από το μοναδικό είδος ορυκτερόπους.
Dictionary of Greek. 2013.